- αδμενίδες
- ἀδμενίδες, αι (Α)οι δούλες (Ετυμολογικόν Μέγα στη λ., κατά τον Ζωναρά ορθότερη γραφή ἀδμωλίδες).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδμενίδες — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)